- αλιθοκόλλητος
- ἀλιθοκόλλητος, -ον (Α)[λιθοκόλλητος]καμωμένος χωρίς συνδετικές πέτρες (οἶκοι ἀλιθοκόλλητοι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλιθοκόλλητοι — ἀλιθοκόλλητος not cemented masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)